φάλυρον

φάλυρον
τὸ, Α
(στους Αργείους) βλ. λάφυρο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λάφυρο — το (AM λάφυρον, Α, στους Αργείους, φάλυρον) συν. στον πληθ. τα λάφυρα τα πράγματα τού ηττημένου που διαρπάζονται κατά τις πολεμικές επιχειρήσεις από τον νικητή, πολεμική λεία («στέψω λαφύροις τῆσδε τῆς ἄγρας χάριν», Σοφ.) αρχ. φρ. «ἐπικηρύσσω τὸ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”